
Γεφύρια της Ηπείρου
Στα βουνά της Ηπείρου κρύβονται εκατοντάδες γεφύρια. Κάθε γεφύρι κρύβει την δικιά της ιστορία μέσα στο χρόνο. Θαυμάστε μερικά από αυτά:
Βρίσκεται νότια της Κλειδωνιάς στην έξοδο του φαραγγιού του Βοϊδομάτη. Κτίστηκε το 1853 με δαπάνες της Μπαλκίζ Χανούμ, συζύγου του Μακήλ Πασά που διέθεσε 37.000 γρόσια.
Στο σημείο αυτό του ποταμού, προϋπήρχε από τους βυζαντινούς χρόνους μια παλιότερη γέφυρα η οποία είχε συνδεθεί μ' ένα φονικό επεισόδιο που έγινε εκεί μεταξύ δυο οικογενειών της περιοχής και είχε σαν αποτέλεσμα να εγκαταλειφτεί ένα ολόκληρο χωριό. Δύο μεγάλες και πλούσιες οικογένειες συγκρόστηκαν για ζήτημα τιμής πάνω στο γεφύρι. Η μία ήταν η οικογένεια του Γεραίνη και η άλλη ήταν η οικογένεια του Σταμάτη.
Στην ίδια θέση είχε κατασκευαστεί παλιότερα, το 1823, ένα ξύλινο γεφύρι, το οποίο όμως δεν άντεξε την ορμή του ποταμού και καταστράφηκε πολύ σύντομα.
Το Γεφύρι της Κόνιτσας, χτίστηκε το 1869 (με επιδιορθώσεις λόγω μερικής κατάρρευσης το 1870-1871) από συνεργείο 50 μαστόρων με πιθανολογούμενο επικεφαλής τον Πυρσογιαννίτη πρωτομάστορα Ζιώγα Φρόντζο, έναν αγράμματο λαϊκό τεχνίτη. Σίγουρο πάντως είναι ότι ο πρωτομάστορας του γεφυριού της Κόνιτσας ήταν αυτός που τρία χρόνια νωρίτερα είχε χτίσει το γεφύρι της Πλάκας. Η κατασκευή του έγινε με δωρεές των κατοίκων της πόλης και κυρίως του τραπεζίτη των Ιωαννίνων Ιωάννη Ζ. Λούλη, καταγομένου από την Αετορράχη (Κοτόρτσι) των Κατσανοχωρίων, ο οποίος διέθεσε περίπου τα μισά από τα 120.000 γρόσια (πολύ μεγάλο ποσό για την εποχή) που κόστισε η κατασκευή του.
Το σημερινό πέτρινο γεφύρι έχει διαστάσεις 36 μέτρα άνοιγμα και 20 μέτρα ύψος ενώ κάτω από την καμάρα του διακρίνεται η μικρή καμπάνα που σήμαινε για να προειδοποιήσει τους περαστικούς να μην διαβούν το γεφύρι όταν φυσούσε δυνατός άνεμος από το εσωτερικό της χαράδρας, οπότε και υπήρχε κίνδυνος να παρασυρθούν και να πέσουν.

Το πέτρινο γεφύρι της Άρτας είναι το πιο ξακουστό στην Ελλάδα και αυτό βέβαια το οφείλει στον θρύλο για τη θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα. Η αρχική κατασκευή του γεφυριού τοποθετείται στα χρόνια της κλασικής Αμβρακίας επί βασιλέως Πύρρου Α. Αυτό είναι φυσικό, δεδομένου ότι σε αυτά τα μέρη αναπτύχθηκε αξιόλογος πολιτισμός από τα προχριστιανικά ακόμη χρόνια. Συνεπώς, οι αρχαίοι Αμβρακιώτες είχαν ανάγκη να κατασκευάσουν στο σημείο αυτό κάποιο πέρασμα, γεφύρι, έργο που ασφαλώς θα βελτιωθεί στα Ελληνιστικά χρόνια, όταν ο βασιλιάς Πύρρος Α' έκανε την Αμβρακία πρωτεύουσα του κράτους του, κι ακόμη αργότερα - στα ρωμαϊκά χρόνια - με την άνθηση της διπλανής Νικόπολης και την αύξηση της εμπορικής κίνησης.
Τη σημερινή του μορφή, το Γεφύρι της Άρτας απέκτησε τα έτη 1602-1606 μ.Χ. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι τη χρηματοδότηση της κατασκευής του Γεφυριού της Άρτας έγινε από έναν Αρτινό παντοπώλη, τον Ιωάννη Θιακογιάννη ή Γυφτοφάγο, ο οποίος προφανώς είχε εμπορικές δραστηριότητες και είχε ενδιαφέρον για τη διάβαση του Αράχθου ποταμού από τα μουλάρια με τα φορτία του

Κατασκευάστηκε από τον Καμπέρ Αγά των Ιωαννίνων και εξυπηρετούσε τις ανάγκες των καραβανιών που ταξίδευαν στη περιοχή. Μάλιστα γι' αυτό το λόγο υπήρχε στη περιοχή και ένα χάνι, ιδιοκτησίας και αυτό του Οθωμανού τσιφλικά. Η κατασκευή του πιθανολογείται μεταξύ 1750-1800.

To γεφύρι της Τσίπιανης κτίστηκε το 1875 με χρήματα του Αναστάση Πασπαλιάρη και κατοίκων του Γρεβενιτίου Ιωαννίνων στον ποταμό Βάρδα. Για την κατασκευή του δαπανήθηκαν συνολικά 1040 τούρκικες λίρες. Έχει μία μεγάλη καμάρα με οξυκόρυφο κλείδωμα και δυο ψευδοκαμάρες στην αριστερή πλευρά, γεγονός που του προσδίδει μια ιδιόμορφη όψη. Είναι το δεύτερο γεφύρι που συναντάμε στην είσοδό μας στο Ανατολικό Ζαγόρι και βρίσκεται λίγο πριν το χωριό Τρίστενο Ιωαννίνων.

Βρίσκεται στο κέντρο της Βωβούσας, δίπλα στην πλατεία και γεφυρώνει τον Αώο ποταμό. Κτίστηκε το 1748 με έξοδα του Αλέξιου Μίσιου από το Μονοδένδρι, και οι απόγονοί του είχαν αναλάβει για πολλές δεκαετίες την συντήρησή του. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα μονότοξα γεφύρια του Ζαγορίου με άνοιγμα τόξου 22 μέτρα και ύψος 11. Το 1936 προστέθηκαν ξύλινα κάγκελα γιά την προστασία των περαστικών.
Παλιότερα διέθετε πέτρινο στηθαίο που αντικαταστάθηκε με ξύλινο προστατευτικό κιγκλίδωμα, καθιστώντας το μοναδικό στο Ζαγόρι με αυτό το χαρακτηριστικό. Το γεφύρι ήταν κομβικής σημασίας γιατί εξυπηρετούσε όχι μόνο τους κατοίκους του χωριού στις καθημερινές τους μετακινήσεις, αλλά και όσους ήθελαν να κινηθούν από το Ζαγόρι προς την Δυτική Μακεδονία.
Το γεφύρι έχτισε το 1746 ο Ηγούμενος της Μονής Βίλιζας Αγάπιος δαπανώντας 175 βενέτικα φλουριά. Για να τελειώσει όμως το έργο χρειάστηκαν άλλα τόσα τα οποία με πολύ κόπο μάζεψαν οι χωρικοί των γύρω χωριών. Ήταν πολύ μεγάλη η ανάγκη να γίνει το γεφύρι γιατί ο Άραχθος σε αυτό το σημείο έπνιγε κάθε χρόνο 3 με 4 ανθρώπους. Το 1942 οι Γερμανοί βομβάρδισαν την μεγάλη καμάρα του γεφυριού χωρίς όμως να καταφέρουν να το ρίξουν. Αυτό αποδυκνείει και το πόσο καλά είναι χτισμένο.
Τέλος ο τοπικός μύθος λέει πως όταν ο Άραχθος αγριεύει και κάνει μεγάλες κατεβασιές το βράδυ μπορεί κάποιος να ακούσει τις φωνές ενός Αράπη και ενός κόκορα οι οποίοι χτίστηκαν στα θεμέλια του γεφυριού.

Χτιστήκε το 1806 με χρηματοδότηση του Εβραίου Σολομώντα Ματσίλη. Οι αρχικές του ονομασίες ήταν "γεφύρι του Εβραίου" ή "γεφύρι του Ξηροποτάμου". Στις 6 Αυγούστου του 1906, ο τουρκικός στρατός σκότωσε στο σημείο αυτό τον Σαμαρινιώτη μακεδονομάχο Καπετάν Αρκούδα.

Τα γεφύρι Γκρέτσι βρίσκεται κάτω απ' το χωριό Παλαιόπυργος. Γεφυρώνει στη θέση Γκρέτσι τον ποταμό Γορμό. Απο εκεί περνούσαν οι ντόπιοι για να μεταβαίνουν στα χωράφια τους, αλλά και στο μύλο.
Έχει τρία τόξα, θεμελιωμένα στα βράχια. Το μεγάλο γεφυρώνει το γκρεμό που σχηματίζεται ακριβώς αποκάτω του και τα νερά δημιουργούν καταρράκτη!
Χρονολογία: 1830. Στην Αρχαιότητα ο ποταμός λεγόταν "Δώδων". Το όνομα "Γορμός" το πήρε από ένα απότομο κομμάτι (γορμός=γκρεμός) του λεκανοπεδίου που διασχίζει. * Η παλαιότερη ονομασία του οικισμού ήταν Μέβδεζα. Η μετονομασία σε Παλαιόπυργος

Το γεφύρι της Πλάκας είναι πέτρινο τοξωτό γεφύρι στον Άραχθο ποταμό. Βρίσκεται στους πρώην Δήμους Πραμάντων και Κατσανοχωρίων σε απόσταση 50 χιλιομέτρων από τα Ιωάννινα και συνδέει τα Τζουμέρκα με τα Κατσανοχώρια και κατ' επέκταση τα Ιωαννίνα με την Άρτα. Χτισμένο το 1866 και επανακατασκευασμένο το 2019, είναι μονότοξο, με άνοιγμα κάμαρας 40 μέτρα, ύψος 21 μέτρα και με άνοιγμα στην κορυφή 3,2 μέτρα.[1] Θεωρείται το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων και το τρίτο μεγαλύτερο στην Ευρώπη.[2][3] Κατέρρευσε τρείς φορές, το 1860, το 1863 και το 2015, την τελευταία φορά έπειτα από βροχόπτωση. Μετά την κατάρρευση του 2015 η ανακατασκευή του δρομολογήθηκε αμέσως μετά και το κυριότερο μέρος του έργου ολοκληρώθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2019.

Το 1814 ο Ηγούμενος Σεραφείμ της Μονής του Προφήτη Ηλία Βίτσας αποφάσισε να αντικαταστήσει το ξύλινο γεφύρι με ένα πέτρινο, το οποίο θα επικοινωνούσε με τον μύλο που υπήρχε εκεί, από εκεί πήρε το όνομα Καλογερικό. Αυτό που κάνει αυτή την κατασκευή ιδιαίτερη είναι τα τρία τόξα του, το ψηλότερο από εκείνα ξεπερνά τα 6,50 μέτρα ενώ το γεφύρι έχει συνολικό μήκος56 μέτρα. Βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση, το γεγονός πως είναι ιδιαίτερα εύκολο να φθάσει κανείς εκεί το κάνει ιδανικό για μια οικογενειακή επίσκεψη.
Χτίστηκε το 1750 και πήρε το δεύτερο όνομα του Νούτσου από τον ευεργέτη του καθώς ο Νούτσος Κοντοδήμος από το χωριό Βραδέτο ήταν εκείνος ο οποίος χρηματοδότησε την κατασκευή του. Όσο για το όνομα Κόκκορη (ή του Κόκκορου) λέγεται ότι το πήρε από τον Κόκκορο, κάτοικο από το χωριό Κουκούλι, ο οποίος διέθεσε το 1910 χρήματα για την επισκευή του.
Δίπλα στο γεφύρι ορθώνεται ένας επιβλητικός κατακόρυφος βράχος ενώ από κάτω του ρέει το ποτάμι με τα κρυστάλλινα, πεντακάθαρα νερά του. Εκεί, βρίσκεται και μια σπηλιά που λέγεται ότι είχε κρυφτεί ο λήσταρχος Νταβέλης (δεν πρόκειται για το θρυλικό λήσταρχο Χρήστο Νταβέλη) μαζί με άλλους δύο ληστές.

Το Γεφύρι του Μίσιου βρίσκεται στην κοιλάδα του Ξηροπόταμου, ανάμεσα στα χωριά Κουκούλι και Βίτσα. Το πλακόστρωτο μονοπάτι κατηφορίζει προς την κοιλάδα και μετά από περίπου 15λ έχει οδηγήσει στο γεφύρι. Περνώντας το γεφύρι, το μονοπάτι συνεχίζει προς Βίτσα. Κτίστηκε το 1748 με χρηματοδότηση του Μίσιου από το Μονοδένδρι για να συνδέσει το Κουκούλι με την Βίτσα.

Το πέτρινο γεφύρι του Κοντοδήμου ή Λαζαρίδη βρίσκεται κάτω από το χωριό Κήποι στο Ζαγόρι, στο στένεμα που κάνει ο ποταμός που διατρέχει το φαράγγι Βικάκι, λίγο πριν συναντηθεί με το Μπαγιώτικο ρέμα. Παρόλο που βρίσκεται δίπλα στους Κήπους, ανήκε στην Κοινότητα του Κουκουλίου. Το έκτισε ο Τόλης Κοντοδήμος από το Βραδέτο το 1753 όπως αναφέρει ο ιστορικός Ιωάννης Λαμπρίδης.
Το δεύτερο όνομα, «Λαζαρίδη», οφείλεται στον ιδιοκτήτη του γειτονικού νερόμυλου, τα ερείπια του οποίου υπάρχουν ακόμα, μαζί με την μικρή υδατογέφυρα που εφοδίαζε με νερό τον μύλο.